μυρμηδών: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(13_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrmidon | |Transliteration C=myrmidon | ||
|Beta Code=murmhdw/n | |Beta Code=murmhdw/n | ||
|Definition=όνος, ἡ, | |Definition=-όνος, ἡ, [[ant's nest]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: Dor. for [[ant]], Id., ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μυρμηδών''': ὁ, μυρμήκων [[φωλεά]], «[[συνοικία]] τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] Δωρ. = [[μύρμηξ]], ὁ αὐτ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρμηδών]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκοφωλιά]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) «μυρμηδόνες<br />οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μυρμηδών]] «[[μυρμηγκοφωλιά]]» και <i>μυρμηδόνες</i> «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. [[μύρμηξ]]. Ο τ. <i>μυρμηδόνες</i> σχηματίστηκε, πιθ., από το [[μύρμηξ]] αναλογικά [[προς]] ονόματα εντόμων, όπως [[τενθρηδών]] κ.λπ., ενώ ο τ. [[μυρμηδών]] [[είναι]] παρ. σε -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> που δηλώνει [[τόπο]] (<b>πρβλ.</b> [[σφηκών]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. [[είναι]] εσφαλμένοι και ο μεν τ. [[μυρμηδών]] θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>μυρκηκιών</i>, ενώ ο τ. <i>μυρμηδόνες</i> επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα [[Μυρμιδόνες]] του στρατού του Αχιλλέως]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-όνος, ἡ, ant's nest, Hsch.: Dor. for ant, Id., Glossaria.
German (Pape)
[Seite 220] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηδών: ὁ, μυρμήκων φωλεά, «συνοικία τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· ὡσαύτως Δωρ. = μύρμηξ, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
μυρμηδών, ὁ (Α)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκοφωλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «μυρμηδόνες
οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά» και μυρμηδόνες «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. μύρμηξ. Ο τ. μυρμηδόνες σχηματίστηκε, πιθ., από το μύρμηξ αναλογικά προς ονόματα εντόμων, όπως τενθρηδών κ.λπ., ενώ ο τ. μυρμηδών είναι παρ. σε -ών, -ῶνος που δηλώνει τόπο (πρβλ. σφηκών). Κατ' άλλη άποψη, οι τ. είναι εσφαλμένοι και ο μεν τ. μυρμηδών θα πρέπει να διορθωθεί σε μυρκηκιών, ενώ ο τ. μυρμηδόνες επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα Μυρμιδόνες του στρατού του Αχιλλέως].