μυρμηδών: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmidon
|Transliteration C=myrmidon
|Beta Code=murmhdw/n
|Beta Code=murmhdw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ant's nest</b>, Hsch.: Dor. for <b class="b2">ant</b>, Id., <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=-όνος, ἡ, [[ant's nest]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: Dor. for [[ant]], Id., ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll.
}}
{{ls
|lstext='''μυρμηδών''': ὁ, μυρμήκων [[φωλεά]], «[[συνοικία]] τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] Δωρ. = [[μύρμηξ]], ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηδών]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκοφωλιά]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) «μυρμηδόνες<br />οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μυρμηδών]] «[[μυρμηγκοφωλιά]]» και <i>μυρμηδόνες</i> «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. [[μύρμηξ]]. Ο τ. <i>μυρμηδόνες</i> σχηματίστηκε, πιθ., από το [[μύρμηξ]] αναλογικά [[προς]] ονόματα εντόμων, όπως [[τενθρηδών]] κ.λπ., ενώ ο τ. [[μυρμηδών]] [[είναι]] παρ. σε -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> που δηλώνει [[τόπο]] (<b>πρβλ.</b> [[σφηκών]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. [[είναι]] εσφαλμένοι και ο μεν τ. [[μυρμηδών]] θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>μυρκηκιών</i>, ενώ ο τ. <i>μυρμηδόνες</i> επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα [[Μυρμιδόνες]] του στρατού του Αχιλλέως].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηδών Medium diacritics: μυρμηδών Low diacritics: μυρμηδών Capitals: ΜΥΡΜΗΔΩΝ
Transliteration A: myrmēdṓn Transliteration B: myrmēdōn Transliteration C: myrmidon Beta Code: murmhdw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ, ant's nest, Hsch.: Dor. for ant, Id., Glossaria.

German (Pape)

[Seite 220] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηδών: ὁ, μυρμήκων φωλεά, «συνοικία τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· ὡσαύτως Δωρ. = μύρμηξ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

μυρμηδών, ὁ (Α)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκοφωλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «μυρμηδόνες
οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά» και μυρμηδόνες «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. μύρμηξ. Ο τ. μυρμηδόνες σχηματίστηκε, πιθ., από το μύρμηξ αναλογικά προς ονόματα εντόμων, όπως τενθρηδών κ.λπ., ενώ ο τ. μυρμηδών είναι παρ. σε -ών, -ῶνος που δηλώνει τόπο (πρβλ. σφηκών). Κατ' άλλη άποψη, οι τ. είναι εσφαλμένοι και ο μεν τ. μυρμηδών θα πρέπει να διορθωθεί σε μυρκηκιών, ενώ ο τ. μυρμηδόνες επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα Μυρμιδόνες του στρατού του Αχιλλέως].