συμπλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympliroma
|Transliteration C=sympliroma
|Beta Code=sumplh/rwma
|Beta Code=sumplh/rwma
|Definition=ατος, τό, [[blocking]] or [[filling up]] of a body, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span> 901a4</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.11U.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[blocking]] or [[filling up]] of a body, Arist.''Pr.'' 901a4, Epicur.''Ep.''1p.11U.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπλήρωμα:''' ατος τό (результат действия)<br /><b class="num">1)</b> [[восполнение]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[заполнение]], [[переполнение]] Arst.
|elrutext='''συμπλήρωμα:''' ατος τό (результат действия)<br /><b class="num">1</b> [[восполнение]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[заполнение]], [[переполнение]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλήρωμα Medium diacritics: συμπλήρωμα Low diacritics: συμπλήρωμα Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: symplḗrōma Transliteration B: symplērōma Transliteration C: sympliroma Beta Code: sumplh/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, blocking or filling up of a body, Arist.Pr. 901a4, Epicur.Ep.1p.11U.

German (Pape)

[Seite 988] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.

Russian (Dvoretsky)

συμπλήρωμα: ατος τό (результат действия)
1 восполнение Plat.;
2 заполнение, переполнение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλήρωμα: τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτισυμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωσητέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).