κεγχρεών: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kegchreon
|Transliteration C=kegchreon
|Beta Code=kegxrew/n
|Beta Code=kegxrew/n
|Definition=ῶνος, ὁ, (κέγχρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">place where iron is granulated and made mallealle</b>, Docum. ap. <span class="bibl">D.37.26</span>.</span>
|Definition=ῶνος, ὁ, ([[κέγχρος]]) [[place where iron is granulated and made mallealle]], Docum. ap. D.37.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.
}}
{{elru
|elrutext='''κεγχρεών:''' ῶνος ὁ [[мастерская для дробления металлической руды]] Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχρεών''': -ῶνος, ὁ, ([[κέγχρος]]) τὸ [[καθαριστήριον]], [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, [[τόπος]] Ἀθήνησιν [[ἔνθα]] ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις [[κέγχρος]] καὶ ἡ [[ἄμμος]] ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.
|lstext='''κεγχρεών''': -ῶνος, ὁ, ([[κέγχρος]]) τὸ [[καθαριστήριον]], [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, [[τόπος]] Ἀθήνησιν [[ἔνθα]] ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις [[κέγχρος]] καὶ ἡ [[ἄμμος]] ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεγχρεών]], ὁ (Α)<br />[[τόπος]] στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη [[σκόνη]] από τα φορτία αργύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]] <span style="color: red;">+</span> τοπ. κατάλ. -<i>εών</i> ([[πρβλ]]. [[ανθεών]], [[χαλκεών]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρεών Medium diacritics: κεγχρεών Low diacritics: κεγχρεών Capitals: ΚΕΓΧΡΕΩΝ
Transliteration A: kenchreṓn Transliteration B: kenchreōn Transliteration C: kegchreon Beta Code: kegxrew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (κέγχρος) place where iron is granulated and made mallealle, Docum. ap. D.37.26.

German (Pape)

[Seite 1410] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.

Russian (Dvoretsky)

κεγχρεών: ῶνος ὁ мастерская для дробления металлической руды Dem.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρεών: -ῶνος, ὁ, (κέγχρος) τὸ καθαριστήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις κέγχρος καὶ ἡ ἄμμος ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.

Greek Monolingual

κεγχρεών, ὁ (Α)
τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. -εών (πρβλ. ανθεών, χαλκεών)].