ἀνακτορία: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaktoria | |Transliteration C=anaktoria | ||
|Beta Code=a)naktori/a | |Beta Code=a)naktori/a | ||
|Definition=ἡ, (ἀνάκτωρ) < | |Definition=ἡ, ([[ἀνάκτωρ]]) [[lordship]], [[rule]], A.R.1.839; [[management]] of horses, ''h.Ap.''234. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de diriger (un cheval);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> souveraineté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάκτωρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακτορία:''' ион. ἀνακτορίη ἡ [[управление]] (''[[sc.]]'' ἵππων HH). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνακτορία''': ἡ, ([[ἀνάκτωρ]]), [[ἡγεμονία]], [[κυριότης]], [[κυβέρνησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων [[διοίκησις]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνακτορία]], η (ΑΜ) [[ἀνάκτωρ]]<br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του άνακτος, [[εξουσία]], [[ηγεμονία]]<br /><b>2.</b> [[διοίκηση]] του ιππικού. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνακτορία:''' ἡ ([[ἀνάκτωρ]]), [[διαχείριση]] αλόγων, [[χειρισμός]], διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀνάκτωρ]]<br />[[management]] of horses, Hhymn. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἀνάκτωρ) lordship, rule, A.R.1.839; management of horses, h.Ap.234.
German (Pape)
[Seite 194] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de diriger (un cheval);
2 fig. souveraineté.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακτορία: ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτορία: ἡ, (ἀνάκτωρ), ἡγεμονία, κυριότης, κυβέρνησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων διοίκησις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234.
Greek Monolingual
ἀνακτορία, η (ΑΜ) ἀνάκτωρ
1. το αξίωμα του άνακτος, εξουσία, ηγεμονία
2. διοίκηση του ιππικού.
Greek Monotonic
ἀνακτορία: ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
ἀνάκτωρ
management of horses, Hhymn.