πεντακοσιόδραχμος: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentakosiodrachmos | |Transliteration C=pentakosiodrachmos | ||
|Beta Code=pentakosio/draxmos | |Beta Code=pentakosio/draxmos | ||
|Definition= | |Definition=πεντακοσιόδραχμον, [[consisting of]] 500 δραχμαί, ἔρανος ''SIG'' 1215.6 (Myconos). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πεντακοσιόδραχμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεντακοσιόδραχμο</i><br />[[χαρτονόμισμα]] αξίας πεντακοσίων δραχμών, [[πεντακοσάρικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντακόσιοι]], -<i>αι</i>, -<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πεντακοσιόδραχμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεντακοσιόδραχμο</i><br />[[χαρτονόμισμα]] αξίας πεντακοσίων δραχμών, [[πεντακοσάρικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντακόσιοι]], -<i>αι</i>, -<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), [[πρβλ]]. [[δίδραχμος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
πεντακοσιόδραχμον, consisting of 500 δραχμαί, ἔρανος SIG 1215.6 (Myconos).
Greek (Liddell-Scott)
πεντακοσιόδραχμος: ἔρανος, Ἐπιγρ. Μυκόνου, Ἀθην. τ. Β΄, σ. 235.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντακοσιόδραχμος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές
νεοελλ.
1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο
χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, -αι, -α + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. δίδραχμος].