ὑπεξαφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypeksafyomai
|Transliteration C=ypeksafyomai
|Beta Code=u(pecafu/omai
|Beta Code=u(pecafu/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be drained off</b>, of streams that lose themselves in the sand, <span class="bibl">A.R.2.983</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be drained off]], of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξᾰφύομαι''': Παθ, ἐξαντλοῦμαι, [[ἐκλείπω]], ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.
|lstext='''ὑπεξᾰφύομαι''': Παθ, ἐξαντλοῦμαι, [[ἐκλείπω]], ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[ρυάκι]] του οποίου τα νερά χάνονται [[μέσα]] στην άμμο) εξαντλούμαι, [[εκλείπω]], εξαφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξαφύω]] «[[αντλώ]] από [[δοχείο]], [[εξαντλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξᾰφύομαι Medium diacritics: ὑπεξαφύομαι Low diacritics: υπεξαφύομαι Capitals: ΥΠΕΞΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypexaphýomai Transliteration B: hypexaphyomai Transliteration C: ypeksafyomai Beta Code: u(pecafu/omai

English (LSJ)

Pass., to be drained off, of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξᾰφύομαι: Παθ, ἐξαντλοῦμαι, ἐκλείπω, ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) (για ρυάκι του οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»].