δυσσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyssynoptos
|Transliteration C=dyssynoptos
|Beta Code=dussu/noptos
|Beta Code=dussu/noptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to get a view of</b>, <span class="bibl">Plb.3.84.2</span>, etc.: metaph., <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>30.182</span>.</span>
|Definition=δυσσύνοπτον, [[hard to get a view of]], Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.''VP''30.182.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de divisar]], [[poco visible]] δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6<br /><b class="num"></b>de abstr. [[difícil de captar]] δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.<i>VP</i> 182, τὰ πάθη Gal.19.538.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] schwer zu übersehen, zu erkennen; [[ποταμός]] Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ [[δυσθεώρητος]] Iambl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] schwer zu übersehen, zu erkennen; [[ποταμός]] Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ [[δυσθεώρητος]] Iambl.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à voir d'ensemble]], [[difficile à distinguer]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[σύνοπτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσσύνοπτος:''' [[с трудом обозримый]], [[плохо видный]] (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα [[περίστασις]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσσύνοπτος''': -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, [[δυσθεώρητος]]· ἀντίθ. [[εὐσύνοπτος]], Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
|lstext='''δυσσύνοπτος''': -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, [[δυσθεώρητος]]· ἀντίθ. [[εὐσύνοπτος]], Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à voir d’ensemble, difficile à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σύνοπτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de divisar]], [[poco visible]] δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[difícil de captar]] δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.<i>VP</i> 182, τὰ πάθη Gal.19.538.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσσύνοπτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς τη [[θέαση]], [[δυσθεώρητος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''δυσσύνοπτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς τη [[θέαση]], [[δυσθεώρητος]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσσύνοπτος:''' с трудом обозримый, плохо видный (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα [[περίστασις]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]][[σύνοπτος]], ον<br />[[hard]] to get a [[view]] of, Polyb.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]][[σύνοπτος]], ον<br />[[hard]] to get a [[view]] of, Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσσύνοπτος Medium diacritics: δυσσύνοπτος Low diacritics: δυσσύνοπτος Capitals: ΔΥΣΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dyssýnoptos Transliteration B: dyssynoptos Transliteration C: dyssynoptos Beta Code: dussu/noptos

English (LSJ)

δυσσύνοπτον, hard to get a view of, Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.VP30.182.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de divisar, poco visible δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6
de abstr. difícil de captar δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.VP 182, τὰ πάθη Gal.19.538.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu übersehen, zu erkennen; ποταμός Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ δυσθεώρητος Iambl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.
Étymologie: δυσ-, σύνοπτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσσύνοπτος: с трудом обозримый, плохо видный (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσσύνοπτος: -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, δυσθεώρητος· ἀντίθ. εὐσύνοπτος, Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).

Greek Monotonic

δυσσύνοπτος: -ον, δύσκολος ως προς τη θέαση, δυσθεώρητος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

δυσ-σύνοπτος, ον
hard to get a view of, Polyb.