δίγνωμος: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dignomos | |Transliteration C=dignomos | ||
|Beta Code=di/gnwmos | |Beta Code=di/gnwmos | ||
|Definition=ον | |Definition=δίγνωμον, [[of two minds]], [[vacillating]], Simp.''in Epict.''p.134 D., Diogenian.4.32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indeciso]], [[irresoluto]] Simp.<i>in Epict</i>.68.19, Diogenian.1.4.32.<br /><b class="num">2</b> [[de doble opinión]], [[falso]] Heph.Astr.3.45.9, <i>Didasc.Patr</i>.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143. | |lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br />αυτός που έχει δύο γνώμες [[πάνω]] στο ίδιο [[ζήτημα]], [[αμφίβολος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγνωμο</i><br />[[αστάθεια]]. | |mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br />αυτός που έχει δύο γνώμες [[πάνω]] στο ίδιο [[ζήτημα]], [[αμφίβολος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγνωμο</i><br />[[αστάθεια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
δίγνωμον, of two minds, vacillating, Simp.in Epict.p.134 D., Diogenian.4.32.
Spanish (DGE)
-ον
1 indeciso, irresoluto Simp.in Epict.68.19, Diogenian.1.4.32.
2 de doble opinión, falso Heph.Astr.3.45.9, Didasc.Patr.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.Haer.10.15.2.
German (Pape)
[Seite 615] zweifelhaft, Simplic.
Greek (Liddell-Scott)
δίγνωμος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, ἀμφιβολία, δισταγμός, τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, προσποίησις, ἀστάθεια, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος
μσν.
1. διπρόσωπος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο
αστάθεια.