δίγνωμος: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dignomos | |Transliteration C=dignomos | ||
|Beta Code=di/gnwmos | |Beta Code=di/gnwmos | ||
|Definition= | |Definition=δίγνωμον, [[of two minds]], [[vacillating]], Simp.''in Epict.''p.134 D., Diogenian.4.32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indeciso]], [[irresoluto]] Simp.<i>in Epict</i>.68.19, Diogenian.1.4.32.<br /><b class="num">2</b> [[de doble opinión]], [[falso]] Heph.Astr.3.45.9, <i>Didasc.Patr</i>.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143. | |lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br />αυτός που έχει δύο γνώμες [[πάνω]] στο ίδιο [[ζήτημα]], [[αμφίβολος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγνωμο</i><br />[[αστάθεια]]. | |mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br />αυτός που έχει δύο γνώμες [[πάνω]] στο ίδιο [[ζήτημα]], [[αμφίβολος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγνωμο</i><br />[[αστάθεια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
δίγνωμον, of two minds, vacillating, Simp.in Epict.p.134 D., Diogenian.4.32.
Spanish (DGE)
-ον
1 indeciso, irresoluto Simp.in Epict.68.19, Diogenian.1.4.32.
2 de doble opinión, falso Heph.Astr.3.45.9, Didasc.Patr.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.Haer.10.15.2.
German (Pape)
[Seite 615] zweifelhaft, Simplic.
Greek (Liddell-Scott)
δίγνωμος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, ἀμφιβολία, δισταγμός, τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, προσποίησις, ἀστάθεια, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος
μσν.
1. διπρόσωπος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο
αστάθεια.