λειρός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leiros
|Transliteration C=leiros
|Beta Code=leiro/s
|Beta Code=leiro/s
|Definition=ά, όν, = [[λειριόεις]], of the voice, τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων <span class="title">IG</span>14.1934f6.</span>
|Definition=ά, όν, = [[λειριόεις]], of the voice, τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων ''IG''14.1934f6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0026.png Seite 26]] ὁ, der kleine Hase, Hesych. von Hesych. [[ἰσχνός]] u. [[ὠχρός]] erkl., bleich, hager; aber λειρὰ χέων = [[λείριος]], von der Cicade, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844 p. 1008.
}}
{{ls
|lstext='''λειρός''': -ά, -όν, = [[λειριόεις]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[τέττιξ]]... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειρός]], -ά, -όν (Α) [[λείριον]]<br />[[λειριόεις]] («[[τέττιξ]] γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειρός Medium diacritics: λειρός Low diacritics: λειρός Capitals: ΛΕΙΡΟΣ
Transliteration A: leirós Transliteration B: leiros Transliteration C: leiros Beta Code: leiro/s

English (LSJ)

ά, όν, = λειριόεις, of the voice, τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων IG14.1934f6.

German (Pape)

[Seite 26] ὁ, der kleine Hase, Hesych. von Hesych. ἰσχνός u. ὠχρός erkl., bleich, hager; aber λειρὰ χέων = λείριος, von der Cicade, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844 p. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

λειρός: -ά, -όν, = λειριόεις, ἐπὶ τῆς φωνῆς, τέττιξ... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λειρός, -ά, -όν (Α) λείριον
λειριόειςτέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.).