ἡμίπεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imipeptos | |Transliteration C=imipeptos | ||
|Beta Code=h(mi/peptos | |Beta Code=h(mi/peptos | ||
|Definition= | |Definition=ἡμίπεπτον, [[half-ripened]], Plu.''Caes.''69; [[half-digested]], τροφή Gal.11.666, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμίπεπτον, half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.
German (Pape)
[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίπεπτος: (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.
Greek Monolingual
ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. άπεπτος, εύπεπτος].
Greek Monotonic
ἡμίπεπτος: -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.