καλλιτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallitechnis
|Transliteration C=kallitechnis
|Beta Code=kallite/xnhs
|Beta Code=kallite/xnhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beautiful artist</b>, <span class="bibl">Anacreont.4.1</span>: pl., -τέχνεις <span class="title">Epigr.Gr.</span>796.</span>
|Definition=καλλιτέχνου, ὁ, [[beautiful artist]], Anacreont.4.1: pl., -τέχνεις ''Epigr.Gr.''796.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐτέχνης:''' [[искусно работающий]], [[искусный]] Anacr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM [[καλλιτέχνης]], θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)<br />[[τεχνίτης]] που εργάζεται με [[καλαισθησία]], [[αριστοτέχνης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, [[ζωγράφος]], [[γλύπτης]], [[αρχιτέκτονας]], [[μουσικός]], [[ηθοποιός]], [[χορευτής]] κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστο</i>-<i>τέχνης</i>, <i>ποικιλο</i>-<i>τέχνης</i>].
|mltxt=ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM [[καλλιτέχνης]], θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)<br />[[τεχνίτης]] που εργάζεται με [[καλαισθησία]], [[αριστοτέχνης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, [[ζωγράφος]], [[γλύπτης]], [[αρχιτέκτονας]], [[μουσικός]], [[ηθοποιός]], [[χορευτής]] κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[αριστοτέχνης]], [[ποικιλοτέχνης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐτέχνης:''' искусно работающий, искусный Anacr.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτέχνης Medium diacritics: καλλιτέχνης Low diacritics: καλλιτέχνης Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kallitéchnēs Transliteration B: kallitechnēs Transliteration C: kallitechnis Beta Code: kallite/xnhs

English (LSJ)

καλλιτέχνου, ὁ, beautiful artist, Anacreont.4.1: pl., -τέχνεις Epigr.Gr.796.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐτέχνης: искусно работающий, искусный Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτέχνης: -ου, ὁ, καλὸς τεχνίτης, καλῶς ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM καλλιτέχνης, θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)
τεχνίτης που εργάζεται με καλαισθησία, αριστοτέχνης
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός, χορευτής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστοτέχνης, ποικιλοτέχνης].