σκληροκάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sklirokardios | |Transliteration C=sklirokardios | ||
|Beta Code=sklhroka/rdios | |Beta Code=sklhroka/rdios | ||
|Definition= | |Definition=σκληροκάρδιον, [[hard-hearted]], [[stubborn]], [[LXX]] ''Pr.''17.20, ''Ez.''3.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
σκληροκάρδιον, hard-hearted, stubborn, LXX Pr.17.20, Ez.3.7.
German (Pape)
[Seite 900] hartherzig, hartes Sinnes, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκάρδιος: -ον, ὁ σκληρὸς τὴν καρδίαν, ἰσχυρογνώμων, ἄσπλαγχνος, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΖ΄, 20, Ἰεζεκ. Γ΄, 7).
Greek Monolingual
-α, -ο / σκληροκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς», ΠΔ)
αρχ.
πεισματάρης, ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. -ιος].