Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pa
|Transliteration C=pa
|Beta Code=pa
|Beta Code=pa
|Definition=apoc. for <b class="b3">παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι</b>, <span class="title">GDI</span>3536a20, 3542.11 (Cnidus).
|Definition=apoc. for <b class="b3">παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι</b>, ''GDI''3536a20, 3542.11 (Cnidus).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />πᾷ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πη</i> (II).<br /> <b>(II)</b><br />[[επιφώνημα]] που, επαναλαμβανόμενο <i>πα</i>, <i>πα</i>, <i>πα</i>, δηλώνει [[έκπληξη]], [[δυσφορία]] ή [[άρνηση]] αποδοχής.<br /> <b>(III)</b><br />πα (Α)<br />[[αποκοπή]] της πρόθεσης [[παρά]] («πα Δάματρα», <b>επιγρ.</b>).<br /> <b>(IV)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] <i>ὅπα</i>) <b>βλ.</b> <i>όπα</i>.<br /> <b>(V)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] [[ὅπου]]) <b>βλ.</b> <i>όπου</i>.<br /> <b>(VI)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. εγκλιτ. τ. [[αντί]] <i>πῃ</i>) <b>βλ.</b> <i>πη</i>.<br /> <b>(VII)</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[φθόγγος]] της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, [[αντίστοιχος]] [[περίπου]] [[προς]] τον <i>ρε</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>νη</i> (ΙΙ)].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], indef. = [[πη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πα Medium diacritics: πα Low diacritics: πα Capitals: ΠΑ
Transliteration A: pa Transliteration B: pa Transliteration C: pa Beta Code: pa

English (LSJ)

apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).

Greek Monolingual

(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].

German (Pape)

[ᾱ], indef. = πη.