Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαιβοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=raivoskelis
|Transliteration C=raivoskelis
|Beta Code=r(aiboskelh/s
|Beta Code=r(aiboskelh/s
|Definition=ές, (σκέλος) [[bandy-legged]], πάγουρος <span class="title">AP</span>6.196 (Stat. Flacc.).
|Definition=ῥαιβοσκελές, ([[σκέλος]]) [[bandy-legged]], πάγουρος ''AP''6.196 (Stat. Flacc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ῥαιβοσκελής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, [[στραβοπόδης]], [[στραβοκάνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαιβός]] «[[κυρτός]], [[στραβός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=-ές / [[ῥαιβοσκελής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, [[στραβοπόδης]], [[στραβοκάνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαιβός]] «[[κυρτός]], [[στραβός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. [[ισοσκελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοσκελής Medium diacritics: ῥαιβοσκελής Low diacritics: ραιβοσκελής Capitals: ΡΑΙΒΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: rhaiboskelḗs Transliteration B: rhaiboskelēs Transliteration C: raivoskelis Beta Code: r(aiboskelh/s

English (LSJ)

ῥαιβοσκελές, (σκέλος) bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαιβοσκελής: кривоногий (πάγουρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.

Greek Monolingual

-ές / ῥαιβοσκελής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής].

Greek Monotonic

ῥαιβοσκελής: -ές (σκέλος), στραβοπόδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥαιβο-σκελής, ές σκέλος
crook-legged, Anth.