ὀζόστομος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ozostomos | |Transliteration C=ozostomos | ||
|Beta Code=o)zo/stomos | |Beta Code=o)zo/stomos | ||
|Definition= | |Definition=ὀζόστομον, [[with foul breath]], AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.''Fr.''24. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀζόστομον, with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.
German (Pape)
übel aus dem Munde riechend, Luc. 13 (IX.427).
Russian (Dvoretsky)
ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.
Greek Monolingual
ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].
Greek Monotonic
ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.