ἀπεριμέριμνος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(1a)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aperimerimnos
|Transliteration C=aperimerimnos
|Beta Code=a)perime/rimnos
|Beta Code=a)perime/rimnos
|Definition=ον, in Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -νως <b class="b2">unthinkingly</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>136</span>.</span>
|Definition=ἀπεριμέριμνον, in Adv. [[ἀπεριμερίμνως]] = [[unthinkingly]], Ar.''Nu.''136.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριμέριμνος Medium diacritics: ἀπεριμέριμνος Low diacritics: απεριμέριμνος Capitals: ΑΠΕΡΙΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: aperimérimnos Transliteration B: aperimerimnos Transliteration C: aperimerimnos Beta Code: a)perime/rimnos

English (LSJ)

ἀπεριμέριμνον, in Adv. ἀπεριμερίμνως = unthinkingly, Ar.Nu.136.

German (Pape)

[Seite 288] (μέριμνα), unbekümmert, unüberlegt, ἀπεριμερίμνως κόπτειν τὴν θύραν Ar. Nub. 137, auf eine Weise, die sich für den Denker nicht paßt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριμέριμνος: -ον, ἀμέριμνοςἀπερίσκεπτος, Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, ἀμαθής γε νὴ Δί’, ὅστις οὑτωσί σφόδρα ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136.

Greek Monotonic

ἀπεριμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που δεν έχει ανειλημμένες φροντίδες, αμέριμνος, απερίσκεπτος· επίρρ. -νως, απερίσκεπτα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μέριμνα
free from care:— adv. -νως, unthinkingly, Ar.