πολυμιξία: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymiksia | |Transliteration C=polymiksia | ||
|Beta Code=polumici/a | |Beta Code=polumici/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[πολυμιγία]], αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.''Fr.''250 (= Metrod.''Fr.''1). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = πολυμιγία, αἱ π. τῶν σπερμάτων Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1).
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. πολυμιγία.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύμικτος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού
μσν.
1. πολυγαμία
2. κακοφωνία από πολλές φωνές
μσν.-αρχ.
1. πολυμιγία, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών
2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.
Russian (Dvoretsky)
πολυμιξία: ἡ Plut. = πολυμιγία.