ἀσυνείκαστος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asyneikastos | |Transliteration C=asyneikastos | ||
|Beta Code=a)sunei/kastos | |Beta Code=a)sunei/kastos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀσυνείκαστον, [[not to be guessed]], [[unintelligible]], Sch.S. ''Tr.''694. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede compararse]] παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.<br /><b class="num">2</b> [[ininteligible]] ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.<i>Tr</i>.694P.<br /><b class="num">3</b> [[inabarcable]], [[inmenso]] φόρτον Epiph.Const.<i>Haer</i>.56.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείκαστον]] = [[inmensidad]] τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.<i>Trin</i>.1.15.37.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνεικάστως]] = [[sin parecido]] ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.<i>Trin</i>.2.7.3.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνείκαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη [[ναῦς]] Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694. | |lstext='''ἀσυνείκαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη [[ναῦς]] Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσυνείκαστος]] -ον) [[συνεικάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να συνεικάσει, να παραβάλει [[προς]] [[κάτι]] γνωστό, ο [[ανυπολόγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απροσδόκητος]], [[ανέλπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ασύνετος]]<br /><b>3.</b> [[άπληστος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυνείκαστον, not to be guessed, unintelligible, Sch.S. Tr.694.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede compararse παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.
2 ininteligible ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.Tr.694P.
3 inabarcable, inmenso φόρτον Epiph.Const.Haer.56.1
•neutr. subst. τὸ ἀσυνείκαστον = inmensidad τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.Trin.1.15.37.
II adv. ἀσυνεικάστως = sin parecido ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.Trin.2.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 380] dunkel, Schol. Soph. Tr. 707.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη ναῦς Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυνείκαστος -ον) συνεικάζω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος
νεοελλ.
1. απροσδόκητος, ανέλπιστος
2. ασύνετος
3. άπληστος.