κονιστήριον: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=konistirion
|Transliteration C=konistirion
|Beta Code=konisth/rion
|Beta Code=konisth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κονίστρα]], Vitr.5.11.2, <span class="title">IGRom.</span>4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).</span>
|Definition=τό, = [[κονίστρα]], Vitr.5.11.2, ''IGRom.''4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κονιοτήριον, τὸ (Α)<br />βαθύ [[σκάμμα]] της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η [[πτώση]] τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κονισ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>κονίσ</i>-<i>ω</i> του [[κονίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βασανισ</i>-<i>τήριον</i>, <i>θυσιασ</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=κονιοτήριον, τὸ (Α)<br />βαθύ [[σκάμμα]] της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η [[πτώση]] τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κονισ</i>- ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>κονίσ</i>-<i>ω</i> του [[κονίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριον]], [[θυσιαστήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑστήριον Medium diacritics: κονιστήριον Low diacritics: κονιστήριον Capitals: ΚΟΝΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: konistḗrion Transliteration B: konistērion Transliteration C: konistirion Beta Code: konisth/rion

English (LSJ)

τό, = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1481] τό, = κονίστρα, Vitruv. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κονιστήριον: τό, = κονίστρα, Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.

Greek Monolingual

κονιοτήριον, τὸ (Α)
βαθύ σκάμμα της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω του κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον, θυσιαστήριον)].