αἱμακτός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aimaktos
|Transliteration C=aimaktos
|Beta Code=ai(makto/s
|Beta Code=ai(makto/s
|Definition=ή, όν, [[mingled with blood]], [[of blood]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>645</span> (lyr.).
|Definition=αἱμακτή, αἱμακτόν, [[mingled with blood]], [[of blood]], E.''IT''645 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />[[ensanglanté]].<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἱμακτός]] -ή -όν [[αἱμάττω]] van bloed, bloed-.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Blut [[befleckt]], [[blutig]]</i>, ῥανίδες Eur. <i>I.T</i>. 630.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμακτός:''' [[смешанный с кровью]], [[кровавый]] (ῥανίδες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱμάσσω]], αυτός που έχει αναμιχθεί με [[αίμα]], αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αἱμακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱμάσσω]], αυτός που έχει αναμιχθεί με [[αίμα]], αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμακτός:''' [[смешанный с кровью]], [[кровавый]] (ῥανίδες Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἱμακτός]] -ή -όν [[αἱμάττω]] van bloed, bloed-.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμακτός Medium diacritics: αἱμακτός Low diacritics: αιμακτός Capitals: ΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: haimaktós Transliteration B: haimaktos Transliteration C: aimaktos Beta Code: ai(makto/s

English (LSJ)

αἱμακτή, αἱμακτόν, mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμακτός -ή -όν αἱμάττω van bloed, bloed-.

German (Pape)

mit Blut befleckt, blutig, ῥανίδες Eur. I.T. 630.

Russian (Dvoretsky)

αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.

Greek Monotonic

αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱμάσσω
mingled with blood, of blood, Eur.