αἱμακτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(4000)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aimaktos
|Transliteration C=aimaktos
|Beta Code=ai(makto/s
|Beta Code=ai(makto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mingled with blood, of blood</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>645</span> (lyr.).</span>
|Definition=αἱμακτή, αἱμακτόν, [[mingled with blood]], [[of blood]], E.''IT''645 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[sangriento]] χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.<i>IT</i> 645.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[ensanglanté]].<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἱμακτός]] -ή -όν [[αἱμάττω]] van bloed, bloed-.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Blut [[befleckt]], [[blutig]]</i>, ῥανίδες Eur. <i>I.T</i>. 630.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμακτός:''' [[смешанный с кровью]], [[кровавый]] (ῥανίδες Eur.).
}}
{{ls
|lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἱμακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱμάσσω]], αυτός που έχει αναμιχθεί με [[αίμα]], αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμακτός Medium diacritics: αἱμακτός Low diacritics: αιμακτός Capitals: ΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: haimaktós Transliteration B: haimaktos Transliteration C: aimaktos Beta Code: ai(makto/s

English (LSJ)

αἱμακτή, αἱμακτόν, mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμακτός -ή -όν αἱμάττω van bloed, bloed-.

German (Pape)

mit Blut befleckt, blutig, ῥανίδες Eur. I.T. 630.

Russian (Dvoretsky)

αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.

Greek Monotonic

αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱμάσσω
mingled with blood, of blood, Eur.