χρωματισμός: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chromatismos
|Transliteration C=chromatismos
|Beta Code=xrwmatismo/s
|Beta Code=xrwmatismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">colouring, dyeing</b>, μύρων Dsc.1.71 (pl.), Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>516</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[colouring]], [[dyeing]], μύρων Dsc.1.71 (pl.), Sch.Ar.''Nu.''516.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρωμᾰτισμός''': ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς [[χρῶμα]], [[ἀπάτη]], Εὐμάθ. σ. 158.
|lstext='''χρωμᾰτισμός''': ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς [[χρῶμα]], [[ἀπάτη]], Εὐμάθ. σ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ [[χρωματίζω]]<br />[[χρωμάτισμα]], [[βάψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ιδιάζουσα [[παραλλαγή]] του χρώματος, [[απόχρωση]], [[χροιά]] («ο [[νέος]] [[χρωματισμός]] της αίθουσας»)<br /><b>2.</b> (στον λόγο και στη [[μουσική]]) το [[χρώμα]], τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η [[διάνθιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> επίπλαστο [[χρώμα]], [[απάτη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτισμός Medium diacritics: χρωματισμός Low diacritics: χρωματισμός Capitals: ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chrōmatismós Transliteration B: chrōmatismos Transliteration C: chromatismos Beta Code: xrwmatismo/s

English (LSJ)

ὁ, colouring, dyeing, μύρων Dsc.1.71 (pl.), Sch.Ar.Nu.516.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, das Färben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρωμᾰτισμός: ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς χρῶμα, ἀπάτη, Εὐμάθ. σ. 158.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ χρωματίζω
χρωμάτισμα, βάψιμο
νεοελλ.
1. η ιδιάζουσα παραλλαγή του χρώματος, απόχρωση, χροιά («ο νέος χρωματισμός της αίθουσας»)
2. (στον λόγο και στη μουσική) το χρώμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η διάνθιση
μσν.
μτφ. επίπλαστο χρώμα, απάτη.