σκαῦρος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skayros | |Transliteration C=skayros | ||
|Beta Code=skau=ros | |Beta Code=skau=ros | ||
|Definition=ὁ, Lat. | |Definition=ὁ, Lat. [[scaurus]], [[with deviating hoof]], πόδες ''Hippiatr.''14,104. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, Lat. scaurus, with deviating hoof, πόδες Hippiatr.14,104.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, lat. scaurus, mit hervorstehenden Knöcheln, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
σκαῦρος: ὁ, Λατιν. scaurus, ὁ ἔχων τὰ σφυρὰ προεξέχοντα, Ἱππιατρ. (Πρβλ. σκαιός).
Greek Monolingual
ο / σκαῡρος, ΝΜ
νεοελλ.
ζωολ. (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) γένος κολεόπτερων μελανόσωμων εντόμων
μσν.
(για άλογο) αυτός του οποίου τα σφυρά προεξέχουν, που έχει τις οπλές προς τα έξω, στρεβλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaurus «στραβοπόδαρος»].