τριβωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trivoneyomai
|Transliteration C=trivoneyomai
|Beta Code=tribwneu/omai
|Beta Code=tribwneu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">practise roguery</b>, or <b class="b2">put off, delay</b>, <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>33</span>.</span>
|Definition=[[practise roguery]], or [[put off]], [[delay]], Antipho ''Fr.''33.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβωνεύομαι''': ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· [[ἤτοι]] ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες [[εἶναι]] πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.
|lstext='''τρῐβωνεύομαι''': ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· [[ἤτοι]] ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες [[εἶναι]] πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[τρίβων]]<br />[[είμαι]] [[πανούργος]], [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες και τεχνάσματα ή [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>abgefeimte [[Streiche]], Spitzbübereien [[treiben]], od. [[zaudern]], [[aufschieben]]</i>, Antiphob. Harp. und <i>EM</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβωνεύομαι Medium diacritics: τριβωνεύομαι Low diacritics: τριβωνεύομαι Capitals: ΤΡΙΒΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: tribōneúomai Transliteration B: tribōneuomai Transliteration C: trivoneyomai Beta Code: tribwneu/omai

English (LSJ)

practise roguery, or put off, delay, Antipho Fr.33.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνεύομαι: ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· ἤτοι ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες εἶναι πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α τρίβων
είμαι πανούργος, μεταχειρίζομαι πανουργίες και τεχνάσματα ή χρονοτριβώ, αναβάλλω.

German (Pape)

abgefeimte Streiche, Spitzbübereien treiben, od. zaudern, aufschieben, Antiphob. Harp. und EM.