χαμαίπους: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chamaipous
|Transliteration C=chamaipous
|Beta Code=xamai/pous
|Beta Code=xamai/pous
|Definition=ὁ, ἡ<b class="b3">, -πουν, τό,</b> gen. <b class="b3">-ποδος</b>, [[going on foot]], <span class="bibl">Poll.2.195</span>,<span class="bibl">3.40</span>.
|Definition=ὁ, ἡ, χαμαίπουν, τό, gen. -ποδος, [[going on foot]], Poll.2.195,3.40.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίπους Medium diacritics: χαμαίπους Low diacritics: χαμαίπους Capitals: ΧΑΜΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: chamaípous Transliteration B: chamaipous Transliteration C: chamaipous Beta Code: xamai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, χαμαίπουν, τό, gen. -ποδος, going on foot, Poll.2.195,3.40.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζόςχαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτίπους, ὑψίπους].

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, zu Fuße gehend, Poll. 2.195.