δημόκραντος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimokrantos | |Transliteration C=dimokrantos | ||
|Beta Code=dhmo/krantos | |Beta Code=dhmo/krantos | ||
|Definition= | |Definition=δημόκραντον, [[ratified by the people]], ἀρὰ δ. A.''Ag.''457(lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
δημόκραντον, ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).
Spanish (DGE)
-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.
German (Pape)
[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
δημόκραντος: всенародно принятый, общенародный (ἀρά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.
Greek Monolingual
δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].
Greek Monotonic
δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.