σκωπτόλης: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skoptolis
|Transliteration C=skoptolis
|Beta Code=skwpto/lhs
|Beta Code=skwpto/lhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mocker, jester</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>788</span>, <span class="bibl">D.C.46.18</span>, etc.</span>
|Definition=σκωπτόλου, ὁ, [[mocker]], [[jester]], Ar.''V.''788, D.C.46.18, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
|btext=ου (ὁ) :<br />[[moqueur]], [[qui lance des mots piquants]].<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκωπτόλης -ου, , [σκώπτω] [[spotter]], [[grappenmaker]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
|elrutext='''σκωπτόλης:''' ου ὁ [[шутник]], [[балагур]], [[насмешник]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκωπτόλης:''' -ου, ὁ, [[σαρκαστής]], αστεϊζόμενος, [[χωρατατζής]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκωπτόλης:''' -ου, ὁ, [[σαρκαστής]], αστεϊζόμενος, [[χωρατατζής]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκωπτόλης:''' ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.
|lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκωπτόλης]], ου, ὁ, [from [[σκώπτω]]<br />a [[mocker]], [[jester]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπτόλης Medium diacritics: σκωπτόλης Low diacritics: σκωπτόλης Capitals: ΣΚΩΠΤΟΛΗΣ
Transliteration A: skōptólēs Transliteration B: skōptolēs Transliteration C: skoptolis Beta Code: skwpto/lhs

English (LSJ)

σκωπτόλου, ὁ, mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.

Russian (Dvoretsky)

σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].

Greek Monotonic

σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

Middle Liddell

σκωπτόλης, ου, ὁ, [from σκώπτω
a mocker, jester, Ar.