μυριόδους: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myriodous
|Transliteration C=myriodous
|Beta Code=murio/dous
|Beta Code=murio/dous
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[having immense teeth]], ἐλέφας <span class="title">AP</span>9.285 (Phil.).
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[having immense teeth]], ἐλέφας ''AP''9.285 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />aux dents énormes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />[[aux dents énormes]].<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόδους:''' 2, gen. όδοντος с огромными зубами ([[ἐλέφας]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] ([[πρβλ]]. [[λευκόδους]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόδους:''' 2, gen. όδοντος с огромными зубами ([[ἐλέφας]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />with [[immense]] teeth, Anth.
|mdlsjtxt=μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />with [[immense]] teeth, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόδους Medium diacritics: μυριόδους Low diacritics: μυριόδους Capitals: ΜΥΡΙΟΔΟΥΣ
Transliteration A: myriódous Transliteration B: myriodous Transliteration C: myriodous Beta Code: murio/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόδους: 2, gen. όδοντος с огромными зубами (ἐλέφας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.

Greek Monolingual

μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.
β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀδούς (πρβλ. λευκόδους)].

Greek Monotonic

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
with immense teeth, Anth.