μυριόδους: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myriodous | |Transliteration C=myriodous | ||
|Beta Code=murio/dous | |Beta Code=murio/dous | ||
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, < | |Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[having immense teeth]], ἐλέφας ''AP''9.285 (Phil.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, [[ἐλέφας]], Philp. 29 (IX, 285). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />[[aux dents énormes]].<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡριόδους:''' 2, gen. όδοντος с огромными зубами ([[ἐλέφας]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μῡριόδους''': -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, [[πρίων]] Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, [[ἐλέφας]] Ἀνθ. Π. 9. 285. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] ([[πρβλ]]. [[λευκόδους]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />with [[immense]] teeth, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.
Russian (Dvoretsky)
μῡριόδους: 2, gen. όδοντος с огромными зубами (ἐλέφας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.
Greek Monolingual
μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.
β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀδούς (πρβλ. λευκόδους)].
Greek Monotonic
μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
Middle Liddell
μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
with immense teeth, Anth.