λειψόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leipsothriks | |Transliteration C=leipsothriks | ||
|Beta Code=leiyo/qric | |Beta Code=leiyo/qric | ||
|Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, [[having lost their hair]], μέρη | |Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, [[having lost their hair]], μέρη Ael.''NA''14.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.
German (Pape)
[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
qui a perdu ses cheveux.
Étymologie: λείπω, θρίξ.
Greek (Liddell-Scott)
λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.
Greek Monolingual
λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].