ἀρχηγενής: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archigenis | |Transliteration C=archigenis | ||
|Beta Code=a)rxhgenh/s | |Beta Code=a)rxhgenh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρχηγενές, [[originating]], [[causing]], κλαυμάτων A.''Ag.''1628. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui est la première cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />qui est la première cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[ἀρχηγενῆ]] κλαυμάτων ἔπη, <i>[[veranlassend]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 1611. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχηγενής:''' [[являющийся первопричиной]] (κλαυμάτων Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που δημιουργεί την πρώτη [[αρχή]] για [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀρχηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που δημιουργεί την πρώτη [[αρχή]] για [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γίγνομαι]]<br />causing the [[first]] [[beginning]] of a [[thing]], c. gen., Aesch. | |mdlsjtxt=[[γίγνομαι]]<br />causing the [[first]] [[beginning]] of a [[thing]], c. gen., Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀρχηγενές, originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.
Spanish (DGE)
-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.
German (Pape)
ἀρχηγενῆ κλαυμάτων ἔπη, veranlassend, Aesch. Ag. 1611.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχηγενής: являющийся первопричиной (κλαυμάτων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.
Greek Monolingual
ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].
Greek Monotonic
ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
γίγνομαι
causing the first beginning of a thing, c. gen., Aesch.