μελεοπαθής: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meleopathis | |Transliteration C=meleopathis | ||
|Beta Code=meleopaqh/s | |Beta Code=meleopaqh/s | ||
|Definition= | |Definition=μελεοπαθές, [[having suffered wretchedly]], A.''Th.''961 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[infortuné]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελεοπᾰθής:''' [[терпящий беду]], [[страдающий]] Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελεοπᾰθής''': -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964. | |lstext='''μελεοπᾰθής''': -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελεοπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ατυχίες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται [[είναι]] δυστυχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλεος]] «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), | |mltxt=[[μελεοπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ατυχίες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται [[είναι]] δυστυχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλεος]] «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοπαθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελεοπᾰθής:''' -ές ([[πάσχω]]), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μελεοπᾰθής:''' -ές ([[πάσχω]]), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελεο-πᾰθής, ές [[πάσχω]]<br />[[sadly]] [[suffering]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
μελεοπαθές, having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
μελεοπᾰθής: терпящий беду, страдающий Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
Greek Monolingual
μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιοπαθής].
Greek Monotonic
μελεοπᾰθής: -ές (πάσχω), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.