μελεοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meleopathis
|Transliteration C=meleopathis
|Beta Code=meleopaqh/s
|Beta Code=meleopaqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having suffered wretchedly</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>961</span> (lyr.).</span>
|Definition=μελεοπαθές, [[having suffered wretchedly]], A.''Th.''961 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[infortuné]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελεοπᾰθής:''' [[терпящий беду]], [[страдающий]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελεοπᾰθής''': -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
|lstext='''μελεοπᾰθής''': -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]].
|mltxt=[[μελεοπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ατυχίες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται [[είναι]] δυστυχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλεος]] «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοπαθής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελεοπᾰθής:''' -ές ([[πάσχω]]), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελεο-πᾰθής, ές [[πάσχω]]<br />[[sadly]] [[suffering]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεοπᾰθής Medium diacritics: μελεοπαθής Low diacritics: μελεοπαθής Capitals: ΜΕΛΕΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: meleopathḗs Transliteration B: meleopathēs Transliteration C: meleopathis Beta Code: meleopaqh/s

English (LSJ)

μελεοπαθές, having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.

Russian (Dvoretsky)

μελεοπᾰθής: терпящий беду, страдающий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.

Greek Monolingual

μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιοπαθής].

Greek Monotonic

μελεοπᾰθής: -ές (πάσχω), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μελεο-πᾰθής, ές πάσχω
sadly suffering, Aesch.