πυστός: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pystos | |Transliteration C=pystos | ||
|Beta Code=pusto/s | |Beta Code=pusto/s | ||
|Definition=ή, όν, ( | |Definition=πυστή, πυστόν, ([[πυνθάνομαι]]) [[learnt]], EM323.49, Eust.1684.37. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] adj. verb. von [[πυνθάνομαι]], bekannt, berühmt, Schol. Aesch. Prom. 907. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[πυνθάνομαι]], ἐξακουστός, [[ἐξάγγελτος]], [[ἔκδηλος]], «ἐκ τοῦ πεύθω, ὃ σημαίνει τὸ [[ἀκούω]] γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἑξακουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα» Ἐτυμ. Μέγ. 323, 48, Εὐστ. 1684. 37. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γνωστός]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῦ [[πεύθω]], ὅ σημαίνει τὸ [[ἀκούω]], γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πυθ</i>-<i>τος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πυθ</i>- του <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θάνομαι</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐπυθ</i>-<i>όμην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός τών</i> ρηματ. επιθέτων, με συριστικοποίηση του -<i>θ</i>- [[πριν]] από το -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
πυστή, πυστόν, (πυνθάνομαι) learnt, EM323.49, Eust.1684.37.
German (Pape)
[Seite 826] adj. verb. von πυνθάνομαι, bekannt, berühmt, Schol. Aesch. Prom. 907.
Greek (Liddell-Scott)
πυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ πυνθάνομαι, ἐξακουστός, ἐξάγγελτος, ἔκδηλος, «ἐκ τοῦ πεύθω, ὃ σημαίνει τὸ ἀκούω γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἑξακουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα» Ἐτυμ. Μέγ. 323, 48, Εὐστ. 1684. 37.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
1. γνωστός, ξακουστός
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῦ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πυθ-τος < θ. πυθ- του πυ-ν-θάνομαι (πρβλ. αόρ. β' ἐπυθ-όμην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθέτων, με συριστικοποίηση του -θ- πριν από το -τ- (πρβλ. πιστός)].