ἐξιλαστήριος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksilastirios | |Transliteration C=eksilastirios | ||
|Beta Code=e)cilasth/rios | |Beta Code=e)cilasth/rios | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=ἐξιλαστήριον, [[propitiatory]], in neut. pl., Sch.A.R.2.485. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] zum Aussöhnen gehörig oder geschickt, καὶ καταπαυστήρια τῆς ὀργῆς Schol. Ap. Rh. 2, 487. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξιλαστήριος''': -ον, [[ἱλαστήριος]], [[ἐξιλεωτικός]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄ 486· καὶ ἐξιλαστικός, ή, όν, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 32 ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 268. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξιλαστήριος]], -ον)<br />αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εξιλαστήριο [[θύμα]]» — [[κάποιος]] [[τελείως]] ή [[σχεδόν]] [[αθώος]], ο [[οποίος]] τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την [[οργή]] τών πολλών ή τών ισχυρών, [[χωρίς]] να τιμωρηθούν οι πραγματικοί ένοχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμάρτυρος]] τ. <i>ιλαστήρ</i> ([[ιλάσκομαι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξιλαστήριον, propitiatory, in neut. pl., Sch.A.R.2.485.
German (Pape)
[Seite 882] zum Aussöhnen gehörig oder geschickt, καὶ καταπαυστήρια τῆς ὀργῆς Schol. Ap. Rh. 2, 487.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιλαστήριος: -ον, ἱλαστήριος, ἐξιλεωτικός, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄ 486· καὶ ἐξιλαστικός, ή, όν, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 32 ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 268.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐξιλαστήριος, -ον)
αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί»)
νεοελλ.
φρ. «εξιλαστήριο θύμα» — κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να τιμωρηθούν οι πραγματικοί ένοχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμάρτυρος τ. ιλαστήρ (ιλάσκομαι)].