πελαγῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pelagitis
|Transliteration C=pelagitis
|Beta Code=pelagi=tis
|Beta Code=pelagi=tis
|Definition=ιδος, fem. Adj. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">on the sea</b>, νᾶες <span class="title">AP</span>12.53 (Mel.).</span>
|Definition=ιδος, fem. Adj. of or [[on the sea]], νᾶες ''AP''12.53 (Mel.).
}}
{{bailly
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[qui navigue en pleine mer]].<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, fem. zu [[πελαγίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''πελᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''πελαγῖτις''': -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι [[νῆες]] πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελᾰγῖτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πελᾰγῖτις, ιδος,<br />fem. adj. of or on the sea, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγῖτις Medium diacritics: πελαγῖτις Low diacritics: πελαγίτις Capitals: ΠΕΛΑΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pelagîtis Transliteration B: pelagitis Transliteration C: pelagitis Beta Code: pelagi=tis

English (LSJ)

ιδος, fem. Adj. of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu πελαγίτης.

Russian (Dvoretsky)

πελᾰγῖτις: ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».

Greek Monotonic

πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πελᾰγῖτις, ιδος,
fem. adj. of or on the sea, Anth.