συνδιάκτορος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiaktoros | |Transliteration C=syndiaktoros | ||
|Beta Code=sundia/ktoros | |Beta Code=sundia/ktoros | ||
|Definition=ὁ, [[fellow]]-[[διάκτορος]], of Hermes, | |Definition=ὁ, [[fellow]]-[[διάκτορος]], of [[Hermes]], Luc.''Cont.''1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui conduit <i>ou</i> transporte avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιάγω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui conduit <i>ou</i> transporte avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[συνδιάγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιάκτορος:''' ὁ [[спутник проводника]] (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать ([[σύμπλους]] καὶ ξ. Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συνδιάκτορος:''' ὁ, από κοινού [[διάκτορος]] ([[αγγελιοφόρος]]), δηλ. [[σύντροφος]] του Ερμή, [[καθώς]] το επίθ. [[διάκτορος]] αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, [[ψυχοπομπός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''συνδιάκτορος:''' ὁ, από κοινού [[διάκτορος]] ([[αγγελιοφόρος]]), δηλ. [[σύντροφος]] του Ερμή, [[καθώς]] το επίθ. [[διάκτορος]] αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, [[ψυχοπομπός]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνδιάκτορος''': ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς [[διάκτορος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνδιάκτορος]], ὁ,<br />a [[fellow]] -[[διάκτορος]], i. e. a [[mate]] of [[Hermes]], Luc. | |mdlsjtxt=[[συνδιάκτορος]], ὁ,<br />a [[fellow]] -[[διάκτορος]], i. e. a [[mate]] of [[Hermes]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc.Cont.1.
German (Pape)
[Seite 1007] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui conduit ou transporte avec un autre.
Étymologie: συνδιάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen).
Russian (Dvoretsky)
συνδιάκτορος: ὁ спутник проводника (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать (σύμπλους καὶ ξ. Luc.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].
Greek Monotonic
συνδιάκτορος: ὁ, από κοινού διάκτορος (αγγελιοφόρος), δηλ. σύντροφος του Ερμή, καθώς το επίθ. διάκτορος αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, ψυχοπομπός, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάκτορος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς διάκτορος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.
Middle Liddell
συνδιάκτορος, ὁ,
a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.