ἀρτοπώλιον: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artopolion
|Transliteration C=artopolion
|Beta Code=a)rtopw/lion
|Beta Code=a)rtopw/lion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">baker's shop</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>112</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>155</span>: <b class="b3">-εῖον</b>, Suid.</span>
|Definition=τό, [[baker's shop]], Ar.''Ra.''112, ''Fr.''155: -εῖον, Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -εῖον Pall.<i>H.Laus</i>.37.7, Poll.7.21, Sud.<br />[[panadería]] Ar.<i>Ra</i>.112, <i>Fr</i>.1, Philostr.<i>VS</i> 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] τό, = [[ἀρτοπωλεῖον]], Ar. Ran. 112.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] τό, = [[ἀρτοπωλεῖον]], Ar. Ran. 112.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀρτοπώλιον''': τὸ, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος [[ἀρτοπώλιον]] λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 21: ― [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ. «[[ἀρτοπωλεῖον]], τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· [[ἀρτοπώλιον]] δὲ ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «[[ἀρτοπώλιον]], ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 21.
|btext=ου (τό) :<br />[[boulangerie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
|elrutext='''ἀρτοπώλιον:''' τό [[булочная]] Arph.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -εῖον Pall.<i>H.Laus</i>.37.7, Poll.7.21, Sud.<br />[[panadería]] Ar.<i>Ra</i>.112, <i>Fr</i>.1, Philostr.<i>VS</i> 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.
|lstext='''ἀρτοπώλιον''': τὸ, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος [[ἀρτοπώλιον]] λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ. «[[ἀρτοπωλεῖον]], τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· [[ἀρτοπώλιον]] δὲ ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «[[ἀρτοπώλιον]], ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἀρτοπώλιον:''' τό, [[αρτοποιείο]], [[φούρνος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀρτοπώλιον:''' τό, [[αρτοποιείο]], [[φούρνος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀρτοπώλιον:''' τό булочная Arph.
|mdlsjtxt=[from [[ἀρτόπωλις]]<br />a [[baker]]'s [[shop]], [[bakery]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοπώλιον Medium diacritics: ἀρτοπώλιον Low diacritics: αρτοπώλιον Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: artopṓlion Transliteration B: artopōlion Transliteration C: artopolion Beta Code: a)rtopw/lion

English (LSJ)

τό, baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.

German (Pape)

[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοπώλιον: τό булочная Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.

Greek Monolingual

ἀρτοπώλιον, το (Α) αρτόπωλις
το αρτοπωλείο.

Greek Monotonic

ἀρτοπώλιον: τό, αρτοποιείο, φούρνος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀρτόπωλις
a baker's shop, bakery, Ar.