πονηροδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ponirodidaskalos | |Transliteration C=ponirodidaskalos | ||
|Beta Code=ponhrodida/skalos | |Beta Code=ponhrodida/skalos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=πονηροδιδάσκαλον, [[teaching wickedness]], Str.7.3.8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />[[qui enseigne le mal]].<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]], [[διδάσκαλος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πονηροδῐδάσκαλος''': -ον, ὁ [[διδάσκαλος]] τῆς κακίας, Στράβ. 302. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διδάσκει την [[πονηρία]], ο [[δάσκαλος]] της κακίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]] ([[πρβλ]]. [[τραγωδοδιδάσκαλος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πονηροδῐδάσκαλος:''' -ον, αυτός που εθίζει στη [[μοχθηρία]], που διδάσκει το [[κακό]], σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πονηρο-δῐδάσκαλος, ον,<br />[[teaching]] [[wickedness]], Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
πονηροδιδάσκαλον, teaching wickedness, Str.7.3.8.
German (Pape)
[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui enseigne le mal.
Étymologie: πονηρός, διδάσκαλος.
Greek (Liddell-Scott)
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που διδάσκει την πονηρία, ο δάσκαλος της κακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + διδάσκαλος (πρβλ. τραγωδοδιδάσκαλος)].
Greek Monotonic
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, αυτός που εθίζει στη μοχθηρία, που διδάσκει το κακό, σε Στράβ.
Middle Liddell
πονηρο-δῐδάσκαλος, ον,
teaching wickedness, Strab.