ἐξυγιαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksygiaino | |Transliteration C=eksygiaino | ||
|Beta Code=e)cugiai/nw | |Beta Code=e)cugiai/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[recover health]], Id.''Fract.''9:—Pass., Id.''de Arte''4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
recover health, Id.Fract.9:—Pass., Id.de Arte4.
German (Pape)
[Seite 889] ganz gesund werden, Hippocr., auch im pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῠγῐαίνω: καθίσταμαι ὑγιής, ἰατρεύομαι, Ἱππ. 758˙ ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 3. 35.
Greek Monolingual
(AM ἐξυγιαίνω)
νεοελλ.
1. (για τόπο) απαλλάσσω από νοσογόνες εστίες
2. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση («...να εξυγιάνει την οικονομία»)
αρχ.-μσν.
γίνομαι καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῦτο καὶ οἱ πλεῖστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν ταχέως», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].