μάλλωσις: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mallosis | |Transliteration C=mallosis | ||
|Beta Code=mallwsis | |Beta Code=mallwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[a being clothed with wool]], Sch.Pi.''P.''4.407. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = [[μαλλός]], und | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = [[μαλλός]], und | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μάλλωσις''': ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ [[κάλυψις]] πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάλλωσις]], ἡ (Α) [[μαλλώ]]<br />[[κάλυψη]] ενός αντικειμένου με [[μαλλί]], [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] από [[δέρμα]] που έχει [[μαλλί]] («τῇ χρυσῇ μαλλώσει» — με το χρυσόμαλλο [[δέρας]], Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, a being clothed with wool, Sch.Pi.P.4.407.
German (Pape)
[Seite 91] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = μαλλός, und
Greek (Liddell-Scott)
μάλλωσις: ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ κάλυψις πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ.
Greek Monolingual
μάλλωσις, ἡ (Α) μαλλώ
κάλυψη ενός αντικειμένου με μαλλί, σκέπασμα, κάλυμμα από δέρμα που έχει μαλλί («τῇ χρυσῇ μαλλώσει» — με το χρυσόμαλλο δέρας, Σχόλ. στον Πίνδ.).