χειροβαρής: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirovaris | |Transliteration C=cheirovaris | ||
|Beta Code=xeirobarh/s | |Beta Code=xeirobarh/s | ||
|Definition= | |Definition=χειροβαρές, [[heauy in the hand]], Philetaer.10 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
χειροβαρές, heauy in the hand, Philetaer.10 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1345] ές, handschwer, so schwer man es mit der Hand halten kann, Philetaer. bei Ath. X, 418.
Greek (Liddell-Scott)
χειροβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων βάρος ἐν τῇ χειρί, καὶ χειροβαρὲς σαρκὸς ὑείας θετταλότμητον κρέας Φιλέταιρος ἐν «Λαμπαδηφόροις» 1.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί κανείς να σηκώσει με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνοβαρής].