εὐπερίσπαστος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efperispastos | |Transliteration C=efperispastos | ||
|Beta Code=eu)peri/spastos | |Beta Code=eu)peri/spastos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπερίσπαστον, [[easy to pull away]], X.''Cyn.''2.7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπερίσπαστον, easy to pull away, X.Cyn.2.7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.
Chinese
原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 容易纏累的(1) 來12:1
German (Pape)
leicht herum-, wegzuziehen, Xen. Cyn. 2.7.