μέστωμα: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mestoma
|Transliteration C=mestoma
|Beta Code=me/stwma
|Beta Code=me/stwma
|Definition=ατος, τό, [[fullness]], Orac. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>4.9</span> (pl.).
|Definition=-ατος, τό, [[fullness]], Orac. ap. Eus.''PE''4.9 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέστωμα Medium diacritics: μέστωμα Low diacritics: μέστωμα Capitals: ΜΕΣΤΩΜΑ
Transliteration A: méstōma Transliteration B: mestōma Transliteration C: mestoma Beta Code: me/stwma

English (LSJ)

-ατος, τό, fullness, Orac. ap. Eus.PE4.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 141] τό, Fülle, Ausfüllung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέστωμα: τό, πλήρωμα, γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.

Greek Monolingual

το (Α μέστωμα) μεστώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεστώνω, πλήρωση, γέμισμα
νεοελλ.
1. (για καρπούς και δημητριακά) ωρίμαση, ωριμότητα, γίνωμα («το μέστωμα του καλαμποκιού»)
2. μτφ. η πάχυνση
αρχ.
αφθονία, πλησμονή.