συνθήγω: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synthigo | |Transliteration C=synthigo | ||
|Beta Code=sunqh/gw | |Beta Code=sunqh/gw | ||
|Definition=[[sharpen]], ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας | |Definition=[[sharpen]], ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E.''Hipp.''689. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
sharpen, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E.Hipp.689.
French (Bailly abrégé)
aiguiser, exciter fortement.
Étymologie: σύν, θήγω.
German (Pape)
mit, zugleich wetzen, schärfen; ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας, Eur. Hipp. 689, anreizen.
Russian (Dvoretsky)
συνθήγω: обострять: ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Eur. распаленный гневом.
Greek (Liddell-Scott)
συνθήγω: συνακονῶ, μεταφ. συμπαροξύνω, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Εὐρ. Ἱππ. 689.
Greek Monolingual
Α
1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο
2. παθ. συνθήγομαι
μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θήγω «οξύνω, ακονίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θήγω geheel scherpen, geheel wetten: perf. pass.. ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας met een door woede gescherpt verstand Eur. Hipp. 689.