συννέφελος: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synnefelos | |Transliteration C=synnefelos | ||
|Beta Code=sunne/felos | |Beta Code=sunne/felos | ||
|Definition= | |Definition=συννέφελον, = [[συννεφής]], Th.8.42, Alciphr.1.10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
συννέφελον, = συννεφής, Th.8.42, Alciphr.1.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. συννεφής.
Étymologie: σύν, νεφέλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννέφελος -ον, Att. ook ξυννέφελος [συννεφής] geheel bewolkt.
German (Pape)
= συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξυννέφελα ὄντα, Thuc. 8.42; Alciphr. 1.10.
Russian (Dvoretsky)
συννέφελος: Thuc. = συννεφής.
Greek Monolingual
-ον, Α
σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ.
β. «τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ συννεφελα ὄντα», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπονέφελος].
Greek Monotonic
συννέφελος: -ον (νεφέλη), συννεφιασμένος, νεφελώδης· μεταφ., σκυθρωπός, συνοφρυωμένος, κατσουφιασμένος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συννέφελος: -ον, = συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξύννεφα ὄντα Θουκ. 8. 42, Ἀντιφῶν 1. 10.
Middle Liddell
συν-νέφελος, ον, νεφέλη
cloudy, overcast, Thuc.