εὐφόρητος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Bailly1_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efforitos | |Transliteration C=efforitos | ||
|Beta Code=eu)fo/rhtos | |Beta Code=eu)fo/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐφόρητον, [[endurable]], τινι A.''Ch.''353 (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[facile à supporter]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φορέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>gut, [[leicht]] zu [[tragen]]</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 348. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφόρητος:''' легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться ([[τάφος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐφόρητος''': -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β. | |lstext='''εὐφόρητος''': -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφόρητος]], -ον)<br />αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανεκτός]], [[υποφερτός]] («τὸ τῆς δουλείας [[ἄχθος]] εὐφορητότερον», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐφόρητος:''' -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-φόρητος, ον<br />[[easily]] borne, [[endurable]], τινι Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐφόρητον, endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.
German (Pape)
gut, leicht zu tragen, Aesch. Ch. 348.
Russian (Dvoretsky)
εὐφόρητος: легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться (τάφος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος
μσν.-αρχ.
μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].
Greek Monotonic
εὐφόρητος: -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, υποφερτός, ανεκτός, τινι, σε Αισχύλ.