λαιμητόμος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laimitomos | |Transliteration C=laimitomos | ||
|Beta Code=laimhto/mos | |Beta Code=laimhto/mos | ||
|Definition= | |Definition=λαιμητόμον, = [[λαιμοτόμος]], ''AP''6.101 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
λαιμητόμον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI.101).
Russian (Dvoretsky)
λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].
Greek Monotonic
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]
Mantoulidis Etymological
ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.